Με άρθρο του ο πρόεδρος της ΠΕΝΕΝ Αντώνης Νταλακογιώργος αναλύει τις εξελίξεις στην ακτοπλοία: Το χρυσοφόρο και κερδοφόρο πακέτο των Ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών που βρίσκεται κυρίως στις γραμμές των Κυκλάδων και όχι μόνο, έχει αποτελέσει τις τελευταίες ημέρες αιτία να ξεσπάσει μια αδυσώπητη σύγκρουση μεταξύ διαφόρων Ναυτιλιακών – Ακτοπλοϊκών εταιριών που επίκεντρο είναι οι συγκεκριμένες δρομολογιακές γραμμές φιλέτο για τις οποίες οι ανταγωνιζόμενες εταιρίες ερίζουν για την διεκδίκηση καλύτερων όρων στην εκτέλεση αυτών των δρομολογίων.
Παλαιοί και νεότεροι παίχτες στο Ακτοπλοϊκό έργο βρίσκονται στο προσκήνιο αυτής της «πρωτότυπης» σύγκρουσης στην οποία εμπλέκονται ο Υπουργός και οι υπηρεσίες του ΥΝΑ αλλά και οι σχέσεις διαπλοκής που διαχρονικά έχουν οικοδομηθεί και εδραιωθεί στον νευραλγικό τομέα των Ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του ΥΕΝ.
Είναι σαφές ότι ο καυγάς δεν γίνεται για την εξυπηρέτηση των πραγματικών συγκοινωνιακών αναγκών, όχι για την κάλυψη των αναγκών των νησιών που έχουν περιθωριοποιηθεί και απομονωθεί από το δίκτυο των Ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, δεν γίνεται για την αναβάθμιση της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών, ούτε βέβαια είναι στο επίκεντρο τα πανάκριβα εισιτήρια και ναύλα που επιβαρύνεται η λαϊκή οικογένεια και οι χρήστες των Ακτοπλοϊκών πλοίων, πολύ δε περισσότερο δεν είναι τα οξυμένα Ναυτεργατικά προβλήματα που στο σύνολο των Ακτοπλοϊκών πλοίων οξύνονται και πολλαπλασιάζονται με τα αυξημένα και δραματικά επιβαρυμένα ωράρια εργασίας, με την εντατικοποίηση της δουλειάς, με τα ναυτικά ατυχήματα, τις μειωμένες συνθέσεις στην επάνδρωση των πλοίων….
Στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης είναι τα συμφέροντα των εφοπλιστικών εταιριών , ο διαγκωνισμός για την επικράτηση του ισχυρότερου που θα αποκομίσει και μεγαλύτερα κέρδη στις Ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, οι οποίες αποτελούν ένα κοινωνικό αγαθό το οποίο έχει παραδοθεί πλήρως στην ιδιωτική εφοπλιστική πρωτοβουλία με θύματα την πλειοψηφία των μικρών απόμακρων νησιών και των χρηστών που χρησιμοποιούν τα πλοία αυτά. Σημειώνουμε ότι τα νησιά της άγονης γραμμής εξυπηρετούνται στην μεγάλη πλειοψηφία από υπερήλικα πλοία.
Καθόλου εντύπωση δεν προκαλεί το γεγονός ότι θέση στην αντιπαράθεση αυτή πήραν μεγάλα ΜΜΕ (τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες) τα οποία διαπρέπουν στο θάψιμο των αγώνων και των κινητοποιήσεων για κοινωνικά, λαϊκά και εργατικά προβλήματα.
Μάλιστα η εφοπλιστική αντιπαράθεση πήρε χαρακτηριστικά που αγγίζουν τα όρια της γραφικότητας αλλά και του ευτελισμού της «απεργίας πείνας» από τους εμπλεκόμενους ενώ εκτοξεύονται εκατέρωθεν απειλές ότι εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους θα βάλουν λουκέτο και θα κλείσουν τις εταιρίες τους αφήνοντας στον δρόμο εκατοντάδες Ναυτεργάτες και υπαλλήλους των γραφείων τους!!!
Με άλλα λόγια επιχειρείται η άμεση εμπλοκή των Ναυτεργατών σε μια διένεξη που αφορά τα συμφέροντα των εφοπλιστών.
Η θέση αρχών της ΠΕΝΕΝ είναι καμιά ανάμειξη των Ναυτεργατών στα επιχειρηματικά σχέδια και συμφέροντα των εφοπλιστών.
Ανάδειξη των πραγματικών προβλημάτων που αφορούν τις Ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες με άξονα την κοινωνική διάσταση που αυτές έχουν στην εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών, στην ασφάλεια, στην ποιότητα, στην σύνδεση με το σύνολο του νησιωτικού συμπλέγματος, την μείωση των τιμών στα ναύλα, την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τους επιβάτες – χρήστες των Ακτοπλοϊκών πλοίων.
Ταυτόχρονα χρειάζεται συσπείρωση, κινητοποίηση και αγώνας για την επίλυση των Ναυτεργατικών προβλημάτων που τελευταία χρόνια συσσωρεύονται και οξύνονται και για τα οποία τόσο η πλευρά των εφοπλιστών όσο και η άλλη της κυβέρνησης δεν κάνουν το παραμικρό για την θετική αντιμετώπισή τους.
Αντίθετα η ασκούμενη κυβερνητική αντιλαϊκή πολιτική και στον χώρο της Ακτοπλοΐας είναι προσαρμοσμένη και υπηρετεί μονόπλευρα τα εφοπλιστικά συμφέροντα, στηρίζει και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία της.
Για τον σκοπό αυτό το αγωνιστικό Ναυτεργατικό κίνημα πρέπει να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες για κοινή και συντονισμένη δράση με φορείς των νησιών, κοινωνικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς για μια Ακτοπλοΐα που θα υπηρετεί πραγματικά τις συγκοινωνιακές ανάγκες και τα λαϊκά στρώματα.