Τη Θεσσαλονίκη επισκέφτηκε χθες, Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018, ο Γενικός Γραμματέας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων, του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κ. Χρήστος Λαμπρίδης, προκειμένου να παρευρεθεί στο συνέδριο που διοργανώθηκε από την Prodexpo για την αξιοποίηση και ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας στη Ελλάδα.
Το πρωί, ο κ. Λαμπρίδης επισκέφτηκε το Κεντρικό Λιμεναρχείο Θεσσαλονίκης και συναντήθηκε με τον Λιμενάρχη, Πλοίαρχο Λ.Σ. Κλιάκα Νικόλαο, και την Υπολιμενάρχη, Αντιπλοίαρχο Λ.Σ. (Τ) Ζιάκα Αθανασία. Συζήτησαν θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του Λιμεναρχείου και με την υποστήριξη των δραστηριοτήτων του λιμένα Θεσσαλονίκης.
Εν συνεχεία, ο Γ.Γ. συναντήθηκε με τον επικεφαλής του Γραφείου Δημόσιας Αρχής Λιμένα Θεσσαλονίκης (ΔΑΛ/Θ) κ. Γιώργο Τοζίδη και συζήτησαν θέματα που αφορούν το λιμάνι και άπτονται των αρμοδιοτήτων της Δημόσιας Αρχής Λιμένα Θεσσαλονίκης, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων. Ο κ. Λαμπρίδης διαβεβαίωσε τους εργαζόμενους για τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου να υποστηρίξει κάθε προσπάθεια που θα οδηγεί στη διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από τις σχετικές διατάξεις που θέσπισε η Κυβέρνηση στο πλαίσιο του νόμου για την κύρωση της Σύμβασης Παραχώρησης.
Ακολούθως, ο Γενικός Γραμματέας παραβρέθηκε στο συνέδριο της Prodexpo, όπου, κατά την εισήγησή του, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η χώρα μας συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον για επενδυτές παγκόσμιου βεληνεκούς. Η μεγάλη επένδυση του κοινοπρακτικού σχήματος «Deutsche Invest Equity Partners GmbH», «Belterra Investments Ltd» και «Terminal Link SAS» στο λιμένα της Θεσσαλονίκης αναμένεται να επιφέρει πολλαπλά οφέλη στη πόλη και στο λιμάνι. Η παρουσία των επενδυτών, αλλά και η μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία της εξασφάλισης υποχρεωτικών επενδύσεων, ύψους 180 εκ. ευρώ, για την επόμενη πενταετία, αναμένεται ότι θα οδηγήσουν στη δυναμική ένταξη και του δεύτερου ελληνικού λιμένα, μετά το λιμένα του Πειραιά, στο χάρτη των μεγάλων ευρωπαϊκών λιμένων, καθώς και σε προσέλκυση εμπορευματικών ροών.»
Ο κ. Λαμπρίδης, τόνισε ιδιαίτερα ότι «για την αξιοποίηση των υπολοίπων δέκα (10) μεγάλων λιμένων που έχουν περάσει στο ΤΑΙΠΕΔ (Αλεξανδρούπολης, Βόλου, Ελευσίνας, Ηγουμενίτσας, Ηρακλείου, Καβάλας, Κέρκυρας, Λαυρίου, Πάτρας και Ραφήνας), η κυβέρνηση θα ακολουθήσει την πολιτική της παραχώρησης λιμενικών δραστηριοτήτων. Η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με τις βέλτιστες, διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές για την προσέλκυση επενδύσεων και αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο στην Ευρώπη. Η παραχώρηση λιμενικών δραστηριοτήτων στους λιμένες αφορά συνδέεται με την επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης πόρων για την ανάπτυξη των λιμανιών, τη βελτίωση της λειτουργίας τους, την επιδίωξη ενίσχυσης της θέσης τους και την προσέλκυση μεγαλύτερης κίνησης.»
Οι κκ Λαμπρίδης και Τοζίδης εν συνεχεία συναντήθηκαν με τον νέο Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΟΛΘ κ. Σωτήρη Θεοφάνη, τον αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο κ. Rui Pinto, τον Γενικό Επιχειρησιακό Διευθυντή και Διευθυντή του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων της ΟΛΘ ΑΕ, κ Marc Riondel και ευχήθηκαν στη νέα Διοίκηση του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης και στον Πρόεδρο καλή δύναμη και επιτυχία στο έργο τους. Ο κ. Λαμπρίδης σημείωσε ότι «με την ανάληψη της καινούργιας διοίκησης ξεκινάει μια νέα εποχή για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μια εποχή που βάζει τέλος στον κύκλο των χαμένων ευκαιριών του παρελθόντος, μια εποχή η οποία, με βάση τα όσα προβλέπει η Σύμβαση Παραχώρησης και με τις επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν, θα αναβαθμίσει ουσιαστικά το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ώστε αυτό να αποτελέσει ένα σημαντικό κόμβο διακίνησης πλοίων και εμπορευμάτων για τις αγορές, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και των Βαλκανίων και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.»
Τέλος ο Γενικός Γραμματέας τόνισε: «Πιστεύω ότι η υλοποίηση αυτού του επενδυτικού σχεδίου θα επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα στην ανάδειξη της πόλης της Θεσσαλονίκης και θα έχει προστιθέμενη αξία στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης ειδικότερα, αλλά και της Βορείου Ελλάδος γενικότερα. Παράλληλα θα υπάρξουν θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση με τη δημιουργία νέων σταθερών και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, με διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση Παραχώρησης.»