ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Ο Πειραιάς, μετά το 1920, με τις εισροές των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, γέμισε από κόσμο και παράγκες όπου έμεναν χιλιάδες ΄Ελληνες που υπέστησαν τους διωγμούς από τους Τούρκους ύστερα από την κατάρρευση και υποχώρηση του ελληνικού στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Υπολογίζεται ότι γύρω στις 60.000 πρόσφυγες προστέθηκαν στους 35.000 κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Είχε προηγηθεί η κατάληψη του λόφου του Βώκου από τους Μανιάτες και του λόφου του Προφήτη Ηλία απο τους Κρητικούς. Βέβαια οι Μανιάτες απέκτησαν προβάδιασμα γιατί έλεγχαν με τον αείμνηστο Νίκο Γεννηματά το λιμάνι. Το λιμάνι σταδιακά απόκτησε σημαντική άνοδο. Όλο και περισσότερα πλοία κατέπλεαν για να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν εμπορεύματα, όπως ξύλα στις Ξαβέρι, λεμόνια στα Λεμονάδικα, τσιμένα στο Κράκαρη. Οι επιβάτες εξυπηρετούνται στου Τζελέπη. Επιπλέον πάνω από 5.000 ναυτικοί συνωστίζονταν στα παραλιακά μαγαζιά και στα ξενοδοχεία του Πειραιά. Σε αυτούς πρέπει να συνυπολογισθούν νησιώτες που έρχονταν να βρουν την τύχη τους στην πρωτεύουσα, είτε για να μπαρκάρουν είτε να κάνουν μεροκάματο στις βιομηχανίες της περιοχής, όπως στα Λιπάσματα, στα Καπνεργοστάσια Οι ανάγκες του ανδρικού πληθυσμού ήταν μεγάλες. Έτσι, διαμορφώθηκαν πιάτσες με γυναίκες που πωλούσαν το κορμί τους έναντι μερικών τάλαρων. Αρχικά δημιουργήθηκαν τα Βούρλα και αργότερα η Τρούμπα.
Οι γυναίκες ήταν λίγες και οι περισσότερες είχαν προστάτες. Αγαπητικούς. Νταβαντζήδες. Αυτοί εξασφάλιζαν “σπίτι” και “ασφάλεια” και εκείνοι εισέπρατταν συνήθως όλα τα έσοδα που είχαν από την “εξυπηρέτηση πελατών” τους.
Οι συγκρούσεις ήταν αιματηρές ανάμεσα στους προστάτες. Συχνά είχαμε ξεκαθαρίσματα για τον έλεγχο κάποιας γυναίκας. Υπήρξε εποχή που οι φόνοι ήταν καθημερινό γεγονός. Νεοφερμένοι νταβαντζήδες καθάριζαν τους παλαιότερους προκειμένου να καθιερωθούν ως νταήδες και προστάτες. Για να καθιερωθείς, όταν διεκδικούσε κάποιος από αυτούς μια γυναίκα, έπρεπε να επιτεθεί με μαχαίρι ή με όπλο στον “παλιό νταβά”. Ο άγραφος νόμος υπαγόρευε τους τραυματισμένους να μην καταθέτουν μήνυση στην Αστυνομία και είχαν τότε δικαίωμα όταν θα βγουν από το Νοσοκομείο να διεκδικήσουν και πάλι την “γυναίκα” με τον ίδιο τρόπο. Με μαχαίρι ή με πιστόλι. Σε περίπτωση φόνου, η γυναίκα “φρόντιζε” τον νταή που ήταν στη φυλακή. Όμως, είχε την υποχρέωση όταν ο “ φονιάς” αποφυλακιζόταν να την παντρευτεί.
Ανάμεσα σε αυτούς που κυριαρχούσαν στα Βούρλα, στις Λαμαρίνες, στην Τρούμπα ήταν αποφασισμένοι τσαμπουκάδες. Δεν δίσταζαν για να αποδείξουν την δύναμη τους να προβαίνουν σε αγριότητες. Από ξυλοδαρμούς μέχρι και χαρακώματα στα πρόσωπα και από πυροβολισμούς στα πόδια μέχρι και φόνους.
Έτσι, κυλούσαν τα χρόνια με φόνους και εναλλαγές νταβατζήδων. Ο ένας διαδεχόταν τον άλλο. Όμως, η “κόντρα που έμεινε στην ιστορία της Τρούμπας ήταν ανάμεσα στον “Μάπα” και στον “Κεφάλα”. Ο “Κεφάλας” κατά τον κόσμον Κ. Κωνσταντινίδης ήταν παιδί της προσφυγιάς. Άγριος μαχαιροβγάλτης που για αρκετά χρόνια κατόρθωνε να διατηρήσει τα σκήπτρα του αρχινταβαντζή. Μάλιστα, όταν μια πόρνη που ήταν υπό την προστασία του, η Έλσα, είχε κολλήσει αφροδίσια νοσήματα, την έβγαλε με το ζόρι στην πιάτσα. Όταν την αντιλήφθηκε σε κάποιο μπαρ ένας αστυνομικός και την κάλεσε να τον ακολουθήσει ο “Κεφάλας” του πέταξε μαχαίρι. Ήταν αδίστακτος.
Ωστόσο, ο “Μάπας” αμφισβήτησε σε κάποια φάση την κυριαρχία του και τον “καθάρισε” μέσα στο “παράπηγμα” που έμενε στα Καρβουνιάρικα. Τον γάζωσαν την ώρα που κοιμόταν και λέγεται ότι ήταν χασισωμένος.
Εμβληματική μορφή του προπολεμικού Πειραιά επίσης ήταν και ο περίφημος “Σταύρακας”. Ο Σταύρος Οικονόμου διατηρούσε και ένα μαγαζί που συνήθως μαζεύονταν και βουλευτές και οι φασαρίες, τα μαχαιρώματα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μάλιστα, κάποιος καραγκοζοπαίχτης τον καθιέρωσε ως τον μάγκα του “Μπερντέ” με τραγούδι εισόδου του το “κοντραμπάντο” που φόρτωναν λαθραία από το λιμάνι του Πειραιά για τη Θεσσαλονίκη, γνωστού ρεμπέτη.
Βέβαια, οι κόντρες και οι μάχες μεταξύ των πρωτοπαλλήκαρων εκείνης της εποχής ήταν ομηρικές, αλλά ταλαιπώρησαν τον Πειραιά και τους κατοίκους του. Ύστερα ήρθε η Χούντα και ο εκλεκτός τους δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης έκλεισε την Τρούμπα, γκρέμισε και το ιστορικό Ρολόι και ο Πειραιάς ησύχασε από τους νταβαντζήδες.
Από την δεκαετία του ’70 ο Πειραιάς και η Ακτή Μιαούλη γέμισε ναυτιλιακά γραφεία και ο εφοπλισμός γίνεται κυρίαρχος στην πόλη και στον Ολυμπιακό. Πέρασαν πενήντα και πλέον χρόνια απο τότε που ο αλησμόνητος πρόεδρος Νίκος Γουλανδρής τον έκανε “Θρύλο”, ενώ οι έντεκα εφοπλιστές υπό τον Σταύρο Νταιφά το ’79 τον έκαναν ΠΑΕ. Η άλλη μεγάλη αθλητική δύναμη της πόλης, ο Εθνικός έχει πέσει στην αφάνεια, μετά την αποχώρηση του Δημήτρη Καρέλλα και έχει χάσει την παλιά του ποδοσφαιρική αίγλη. Ζήσαμε τις ποδοσφαιρικές κόντρες, αλλά όλα αυτά τα χρόνια είχαμε ησυχία. Εξάλλου, μετά την μεταπολίτευση δεν είχαμε σοβαρά επεισόδια μεταξύ των πολιτών που υποστήριζαν την Νέα Δημοκρατία και του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπήρχαν έντονα πολιτικά πάθη και οι πολιτικές δυνάμεις διαδοχικά και εναλλακτικά ανέβαιναν και στο Δημαρχιακό Μέγαρο.
Σήμερα, μετά από επτά δεκαετίες περίπου στον Πειραιά έχουμε ένα ιδιότυπο πόλεμο μεταξύ πανίσχυρων εφοπλιστών που έχουν και τις έδρες των επιχειρήσεων τους στο επίνειο. Τους εφοπλιστές τους ακολουθούν, εκτός από τους προσωπικούς στρατούς – μπράβους, και οι οργανωμένοι οπαδοί των ομάδων,του πρώην ΠΟΚ, στους οποίους είναι βασικοί ιδιοκτήτες.
Πρόσφατα, οι εφοπλιστές με αλληπάλληλες συνεντεύξεις τύπου εκτόξευσαν σοβαρές καταγγελίες ο ένας για τον άλλο. Ας ελπίσουμε ότι ο παρορμητικός τους χαρακτήρας δεν θα τους παρασύρει σε καταστάσεις που η εποχή του “Μάπα”, του “Κεφάλα”, αλλά και του “Σταύρακα” θα μοιάζει με παραμύθι…