Βασικά σημεία από την επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της Ν.Δ και Τομεάρχη Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Γιάννη Πλακιωτάκη με θέμα : « Πλήρης Αποδυνάμωση του Ελληνικού Νηολογίου» προς τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Παναγιώτη Κουρουμπλή η οποία συζητήθηκε χθες στη Βουλή των Ελλήνων.
Ο κ. Πλακιωτάκης παρέθεσε τα παρακάτω στοιχεία :
Σύμφωνα με την Ελληνική Επιτροπή Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου το γνωστό Commitee του Λονδίνου, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο αριθμός των ελληνόκτητων πλοίων, δηλαδή τα πλοία υπό ελληνική σημαία, υποχώρησε στην τρίτη θέση. Στην πρώτη πλέον θέση είναι το νηολόγιο των Νήσων Μάρσαλ με επτακόσια ενενήντα ένα πλοία -και ποσοστό 19% περίπου του συνόλου του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου-, επτακόσια εβδομήντα πέντε της Λιβερίας και επτακόσια σαράντα επτά της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του United Nations Committee of Trade and Development, δηλαδή της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανταγωνιστικότητα, ενώ ο ελληνικός εμπορικός στόλος από το 2014 ως το 2016 αυξάνεται περίπου κατά 3,06%, το ελληνικό νηολόγιο υποχωρεί. Και αυτό, επίσης, πιστοποιείται από τα στοιχεία της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου, που κατά την 1η Μαρτίου του 2017 ο ελληνόκτητος στόλος, δηλαδή τα πλοία υπό ελληνική σημαία, είναι μείον εξήντα δύο πλοία.
Πρόβλημα υπάρχει ακόμα με τη διοικητική υποστήριξη του ελληνικού νηολογίου, και την γραφειοκρατία. «Τα ανταγωνιστικά νηολόγια παρέχουν περισσότερες πληροφορίες, παραδείγματος χάρη στα πλοία τα οποία κατασκευάζονται στα ναυπηγεία του εξωτερικού, στην κατεύθυνση περισσότερων πληροφοριών και προς τα ναυπηγεία, αλλά και προς τους νηογνώμονες»
Το 2014 το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που εισήχθη στη χώρα έφτασε τα 13,1 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ το 2016 έφτασε μόλις τα 7,8 δισεκατομμύρια ευρώ
Εξαιτίας των capital controls το ναυτιλιακό συνάλλαγμα μειώθηκε μέσα σε δύο χρόνια κατά περίπου 40%. Συγκεκριμένα το 2014 το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που εισήχθη στη χώρα έφτασε τα 13,1 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ το 2016 έφτασε μόλις τα 7,8 δισεκατομμύρια ευρώ.