ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Όλοι οι ειδικοί επί εβδομάδες επιχειρούν να μας περιγράψουν τι θα γίνει αν θα οδηγηθούμε σε άτακτη χρεοκοπία και επιστρέψουμε στη δραχμή. Μας λένε ότι θα πεινάσουμε, θα δυστυχήσουμε, θα σκοτωνόμαστε μεταξύ μας επειδή δεν θα έχουμε λεφτά και δεν θα βρίσκουμε φαγητό. Ο αγώνας για την επιβίωση και την εξεύρεση της τροφής ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια. Κάθε άνθρωπος ανακάλυπτε το δικό του τρόπο.
Ο Ναύπλιος, ένας έμπειρος θαλασσοπόρος που συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, καταγράφεται ως ο πρώτος ναυαγιστής. Όταν επέστρεφε ο στόλος από την Τροία και πλησίαζε στο ακρωτήριο του Καφηρέα, για να εκδικηθεί για τον λιθοβολισμό του γιου του Παλαμήδη άναψε φωτιές στις πιο απότομες και απόκρημνες ακτές και οδήγησε τα πλοία στα βράχια και προκάλεσε πολύνεκρα ναυάγια. Ναυαγιστής στην αρχαιότητα ήταν αυτός που προκαλούσε τα ναυάγια για προσπορισμό το κέρδος και όχι αυτός που ήταν ναυαγός εξ αιτίας ναυτικού ατυχήματος. Οι ναυαγιστές άναβαν φωτιές σε υφάλους και σε βράχια και παρέσερναν τα διερχόμενα πλοία και όταν αυτά προσέκρουαν στη συνέχεια τα λεηλατούσαν, έπαιρναν τα τρόφιμα και ό,τι έβρισκαν από το πλοίο.
Ναυαγιστές υπήρχαν ακόμα και στην περίοδο των ιστιοφόρων και δρούσαν κυρίως στο Βόσπορο και στον Εύξεινο Πόντο. Βέβαια, στις περιπτώσεις αυτές οι σύγχρονοι ναυαγιστές διεκδικούσαν «τα νόμιμα σώστρα» για «την τόλμη τους που έσωζαν ζωές και φορτία»! Γνωστοί ναυαγιστές ήταν και οι Καβύλοι που κατοικούσαν στις ακτές της Αλγερίας.
Πολλά χρόνια αργότερα, στα παράλια της Μάνης εμφανίστηκε το φαινόμενο των κακαβούληδων. Την εποχή που οι Τούρκοι και οι Βενετσιάνοι κυριαρχούσαν στο Αιγαίο, οι φτωχοί Μανιάτες που κατοικούσαν τα απόκρημνα παράλια ασκούσαν την παράκτια πειρατεία. Μετά το 1740 το Οίτυλο ονομάστηκε το «Μεγάλο Αλγέρι» και έδρασαν σημαντικοί πειρατές, όπως ο Λυμπεράκης Γερακάρης, ο Μονομάτης Νικολός Σάσσαρης, ο Μιχελής Μανιάτης, ο Χούρχος ή Κούρκος, οι Λεκκιάνοι, οι Φελουριάνοι, οι Ρίτσοι, οι Ρόζοι και άλλοι
Οι κακαβούληδες, οι φτωχοί Μανιάτες, που δεν τους έπαιρναν ως τσούρμο στα πειρατικά πλοία, φορούσαν στο κεφάλι τους μια σιδερένια χύτρα -και εξ αιτίας αυτού της συνήθειας πήραν και το όνομα τους- άναβαν στα απόκρημνα βράχια της Μάνης φωτιές, ή έσβηναν τον Φάρο, ξεγελούσαν τα πληρώματα ότι στο σημείο που υπήρχαν φωτιές υπήρχε πόλη. Έτσι, τα πλοία έπεφταν στα βράχια και στη συνέχεια οι κακαβούληδες έκαναν ρεσάλτα από τη ξηρά και έπαιρναν τα τρόφιμα και τα λάφυρα τους. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη των κακαβούληδων που οι ναυτικοί τον 18ο αιώνα έλεγαν:
«Από τον Κάβο Ματαπά, σαράντα μίλια μακριά, κι από τον Κάβο Γκρόσσο,
σαράντα κι άλλα τόσα».
Γνωστό είναι και το παραδοσιακό πλέον πειρατικό τραγούδι για τον «νεαρό κουρσάσο» από το Οίτυλο:
«Για κούρσο ετοιμάζομαι, ρε μάνα για να πάω, τον κίνδυνο μοιράζομαι, δεν έχω τι να φάω. Η φτώχεια με κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύω, να περπατώ στα κύματα, εχθρούς μου να μαγεύω. Αφήνω την σπηλιάκα μου, και την αητοφωλιά μου, μαζί με τα συντρόφια μου, και την αρματωσιά μου. Ξανοίγομαι στα πέλαγα, στης βάρκας μου το χάδι, και σαν γυρνώ στο Βοίτυλο, την κουβαλά καράβι. Ανθρώπους δεν σκοτώνουμε, πεθαίνουν απ’ τον τρόμο, άλλοι βουτούν στην θάλασσα ανοίγοντας τον δρόμο. Και το καράβι παρατούν, στα χέρια τα δικά μας, και ’μεις ανοίγουμε πανιά, να πάμε στην σπηλιά μας. Την κουρελού να στρώσουμε, και φως με την λυχνάρα, τον κούρσο να μοιράσουμε, χωρίς φωνή κι αντάρα. Η φτώχεια τους κατάντησε, τα πλοία να κουρσεύουν, ολημερίς στα πέλαγα, τον κούρσο τους γυρεύουν. Αν τύχη και με πάρουνε τα όπλα των εχτρών μου, στο Βοίτυλο μη κλάψουνε, στους πύργους των δικών μου. Από μικροί ’μεις μάθαμε, θάνατο ν’ αψηφάμε, και μες την μάνα θάλασσα, να ζήσουμε ζητάμε. Εκεί θ’ αφήσω την πνοή, που μου ’δωσε η φύση. και το ταλαίπωρο κορμί, τα ψάρια θα ταΐσει. Η θάλασσα αντρειεύεται κι όλο παλεύει με τους βράχους έτσ’ αντρειεύομαι κι εγώ κι όλο παλεύω με τους Βλάχους και τα βουνά αντρειεύονται κι όλο παλεύουν με τα χιόνια ετσά κι εγώ με τους οχτρούς θα αντρειεύομαι αιώνια και η Τουρκιά δεν πάτησε, σ’ ούλη της Μάνης τα χωριά τί άλλο καλό δεν μάθαμε, πιο κάλιο από την λευτεριά».
Δεν μπορώ να προβλέψω αν τα αποτελέσματα των πολιτικών πρακτικών θα μας οδηγήσουν σε τραγικά κοινωνικά αδιέξοδα. Έχω μια αισιοδοξία μέσα μου ότι όλα θα πάνε καλά και η «Εσμεράλδα» του αγαπημένου μου ποιητή Νίκου Καββαδία δεν θα μας συντροφεύσει στα επόμενα χρόνια της ζωής μας: «Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν, και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές, στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα, που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές».