Μιλώντας στη Ναυτιλιακή Λέσχη, σε ένα πυκνό ακροατήριο από εφοπλιστές και παράγοντες της ναυτιλίας, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στο πρόγραμμα του κόμματος του για την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας. Η ομιλία αναλυτικά έχει ως εξής:
Αγαπητή κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Θέλω να ξεκινήσω, λέγοντάς σας πόσο μεγάλη είναι η χαρά μου, που βρίσκομαι πάλι ανάμεσά σας, στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά. Εδώ, πίσω από τα «ξύλινα τείχη» που, από την εποχή του Θεμιστοκλή μέχρι σήμερα, υπήρξαν πάντοτε καταφύγιο για τους Έλληνες στις πιο δύσκολες και σκοτεινές στιγμές.
Xαίρομαι ιδιαίτερα που επιστρέφω σε αυτόν τον φιλόξενο χώρο μετά από σχεδόν 10 χρόνια. Το 2008 είχα την ευκαιρία να σας μιλήσω για τη σημασία που αποδίδω στην εταιρική κοινωνική ευθύνη. Από τότε πολλά πράγματα άλλαξαν. Και για εσάς, και για εμένα, αλλά κυρίως για τη χώρα…
Κυρίες και κύριοι,
Πριν έρθω στο κύριο θέμα της τοποθέτησής μου, που αφορά στα ζητήματα της ναυτιλίας, επιτρέψτε μου κάποιες σύντομες παρατηρήσεις για την τρέχουσα πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ψήφισε το τέταρτο Μνημόνιο. Τέταρτο Μνημόνιο γιατί; Γιατί δεσμεύει τη χώρα τουλάχιστον μέχρι το 2021 χωρίς, όμως, να εξασφαλίζει πρόσθετη χρηματοδότηση. Με πολύ σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς ως αποτέλεσμα του χαμένου χρόνου της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αν είχε κλείσει πέρσι τέτοια εποχή η δεύτερη αξιολόγηση, πολλά από τα μέτρα τα οποία αναγκάστηκε ήδη να ψηφίσει πριν από μια εβδομάδα, θα είχαν αποφευχθεί. Και είναι βέβαιο ότι, αν είχαν προχωρήσει με ταχύτητα οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, η χώρα δεν θα σερνόταν σήμερα, όπως σέρνεται.
Κάπου εδώ τελειώνουν οι αυταπάτες για αυτούς που ατυχώς κυβερνούν και για όσους ατυχώς τους ψήφισαν. Κάπου εδώ – και αυτό το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό για το μέλλον – εκπνέει και ο λαϊκισμός, ο οποίος τόσο κακό έχει κάνει στην Ελλάδα. Ο εθνικός στόχος είναι πια ξεκάθαρος και – μπορώ να πω – ευρέως αποδεκτός. Ανάπτυξη.
Συνεπώς και το πεδίο ανταγωνισμού των πολιτικών δυνάμεων έχει αλλάξει. Στόχος είναι να κινηθούμε για την υλοποίηση των απαραίτητων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Κυρίες και κύριοι,
Σε λίγες ώρες θα έχουμε ειδήσεις από το Eurogroup που συνεδριάζει σήμερα στις Βρυξέλλες. Ειλικρινά εύχομαι να είναι θετικές. Εύχομαι οι δανειστές να πράξουν τα δέοντα, όπως έχουν, άλλωστε, δεσμευτεί από το Νοέμβριο του 2012.
Ελπίζω η τάση της Κυβέρνησης να λοξοδρομεί και να καθυστερεί, να μην αποτελέσει δικαιολογία, ώστε οι αποφάσεις να μην ληφθούν άμεσα. Ελπίζω τα λάθος μηνύματα και οι θολές πολιτικές της Κυβέρνησης του κ. Τσίπρα και του κ. Καμμένου να μην δώσουν αφορμή σε κάποιους να μεταθέσουν τη ρύθμιση του χρέους ξανά σε απώτερο χρόνο. Γιατί σήμερα, αυτό που προέχει για τη χώρα, για όλους μας, είναι να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα. Και αυτό το έχω ξεκαθαρίσει και στους ομολόγους μου Αρχηγούς Κομμάτων στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Δυστυχώς, όμως, όταν κυβερνάς, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το κάλλιο αργά παρά ποτέ. Οι ευκαιρίες που χάνονται, αργούν να ξανάρθουν. Η συνεχής ολιγωρία των κυβερνώντων έχει παγιδεύσει τη χώρα. Έχει κάνει το παρόν μια κινούμενη άμμο, ώστε να μην μπορούμε να πατήσουμε στο στέρεο έδαφος του μέλλοντος. Ελπίζω, λοιπόν, σήμερα να λήξει και το ζήτημα της συμμετοχής του Δ.Ν.Τ. στο ελληνικό πρόγραμμα.
Αλλά, να γνωρίζουμε ότι η όποια λύση δοθεί θα έχει προσωρινά χαρακτηριστικά. Το μεγάλο ερώτημα για τη χώρα είναι τι θα γίνει μετά το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Δυστυχώς, η ελληνική Κυβέρνηση έχει δεσμεύσει τη χώρα για μετά το 2018 σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία βασίζονται σε σκληρά μέτρα λιτότητας. Μέτρα που πνίγουν την κοινωνία και δεν επιτρέπουν στην οικονομία να ανακάμψει. Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Η σημερινή Κυβέρνηση δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει λόγω της δικής της ιδεοληψίας, της δικής της ανικανότητας.
Εμείς, εδώ και καιρό, έχουμε αναδείξει το αδιέξοδο της πολιτικής της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Μιας πολιτικής που, δυστυχώς, συνεχίζεται με αυταρέσκεια και άγνοια κινδύνου. Και που καταδικάζει σήμερα τη χώρα μας να είναι ουραγός στην ανάπτυξη, αλλά πρωταθλήτρια στους φόρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, υπάρχει άλλος δρόμος. Και η χώρα χρειάζεται, περισσότερο παρά ποτέ, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, μια νέα αντίληψη του ρόλου του Κράτους και ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Μόνο έτσι θα έρθει η ανάπτυξη. Πιστεύω – και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ – ότι η ναυτιλία αποτελεί βασικό στοιχείο αυτού του νέου παραγωγικού μοντέλου για την ελληνική οικονομία.
Θέλω σήμερα, λοιπόν, να σας παρουσιάσω τις βασικές μας θέσεις για τη ναυτιλία. Θέσεις τις οποίες σκοπεύουμε να κάνουμε πράξη, επιχειρώντας δυναμικές μεταρρυθμίσεις και αποφασιστικές παρεμβάσεις, αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές. Θα ξεκινήσω με τον πρωταγωνιστή του τομέα, την ποντοπόρο ναυτιλία. Τα νούμερα είναι πολύ γνωστά σε εσάς. 7% του Α.Ε.Π., 300.000 θέσεις απασχόλησης, καλύπτει η ναυτιλία άνω του 30% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αποτελεί κεντρικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνόκτητη ναυτιλία παραμένει στην πρώτη θέση διεθνώς. Παρόλα αυτά, από τα 4.136 πλοία που αποτελούν τον ελληνικό στόλο συνολικά, μόλις τα 759 είναι κάτω υπό ελληνική σημαία, κάτω από το 20%. Συνεπώς, είναι επείγον να ανοίξουμε το διάλογο για τα προβλήματα της ελληνικής σημαίας. Προκειμένου η ελληνική σημαία να γίνει ελκυστική και, κυρίως, προκειμένου να γίνει ρεαλιστική επιλογή για τους Έλληνες πλοιοκτήτες. Ενδεικτικά θα αναφέρω το θέμα της έλλειψης Ελλήνων αξιωματικών, αλλά και τα ζητήματα της φορολόγησης.
Η υψηλή φορολογία στους ναυτικούς είναι καταστροφική. Τους οδηγεί στο να μην ενδιαφέρονται να συμπληρώνουν υπηρεσία σε ελληνική σημαία, πληρώνοντας εισφορές στο ασφαλιστικό ταμείο. Κι αυτό, γιατί μπορούν να έχουν υψηλότερο αφορολόγητο, αλλά και αδήλωτο εισόδημα σε ξένες σημαίες. Επιπλέον, η φορολόγηση και οι ασφαλιστικές εισφορές των αλλοδαπών πληρωμάτων που υπηρετούν στα υπό ελληνική σημαία πλοία, αποτελούν άλλη μια «θηλιά» στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού νηολογίου.
Είναι λυπηρό να μένουμε απλοί παρατηρητές άλλων ευρωπαϊκών νηολογίων, που αναπτύσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, προσελκύοντας, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την διεθνή πλοιοκτησία. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η ναυτιλία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά κάθε ισχυρού ναυτιλιακού cluster. Άρα, η απρόσκοπτη λειτουργία της ελληνόκτητης ναυτιλίας στη χώρα μας θα επέτρεπε την πλήρη ανάπτυξη του πλέγματος παραναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Εννοείται με όλα τα θετικά αποτελέσματα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τα εθνικά έσοδα.
Κυρίες και κύριοι,
Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής – και επομένως και της ελληνικής – ναυτιλίας αποτελεί ζητούμενο τεράστιας σημασίας για την Ελλάδα. Ιδίως σε μια περίοδο που στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή ναυτιλιακή στρατηγική. Όμως, το να είναι ο κοινοτικός στόλος ανταγωνιστικός σε διεθνές επίπεδο αποτελεί στην ουσία προϋπόθεση βιωσιμότητας. Συνεπώς, θα πρέπει να είναι ο πυρήνας της ευρωπαϊκής ναυτιλιακής πολιτικής.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η εκκρεμής, για αρκετό καιρό, διερεύνηση του ελληνικού θεσμικού ναυτιλιακού πλαισίου από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στρέφεται όχι μόνο εναντίον της ελληνικής ναυτιλίας, αλλά τελικά εναντίον και της ναυτιλίας της Ευρώπης. Ελέγχει μεροληπτικά ένα φορολογικό καθεστώς, που αποτέλεσε το πρότυπο δημιουργίας όλων σχεδόν των κοινοτικών ναυτιλιακών θεσμικών πλαισίων, αλλά και των ανάλογων πλαισίων άλλων ναυτιλιακών χωρών εκτός Ευρώπης.
Εδώ πρέπει, επίσης, να επισημάνω την αναγκαιότητα για υψηλού επιπέδου εκπροσώπηση της χώρας μας στα κοινοτικά και διεθνή νομοθετικά όργανα, fora και ναυτιλιακούς οργανισμούς, εκεί όπου διαμορφώνονται και καθορίζονται πολιτικές και κανονισμοί που διέπουν την λειτουργία της παγκόσμιας ναυτιλίας. Σε αυτά τα fora, ακριβώς λόγω της ναυτιλιακής της δύναμης, η Ελλάδα πρέπει να ασκεί καθοριστική επιρροή και να ηγείται των εξελίξεων. Δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να είναι άβουλος θεατής.
Η ναυτιλία, κυρίες και κύριοι, αποτελεί εθνικό κεφάλαιο για την πατρίδα μας και μόνο με αυτήν την αντίληψη πρέπει να αντιμετωπίζεται από κάθε Κυβέρνηση. Η υπεράσπισή της είναι στοιχείο εθνικού συμφέροντος. Θέλω να πιστεύω ότι με την αμέριστη υποστήριξη όλων μας, η έκβαση του συγκεκριμένου θέματος θα είναι επιτυχής.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεσμεύομαι ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο φορολόγησης της ναυτιλίας, όπως επιβάλλει το συμφέρον της χώρας και όπως επιτρέπει το κοινοτικό κεκτημένο. Θεωρώ πως αυτό το ζήτημα, δηλαδή το ερώτημα του κατά πόσον το καθεστώς φορολόγησης της ναυτιλίας στην Ελλάδα αποτελεί κρατική ενίσχυση, είναι πολύ περισσότερο θέμα πολιτικής απόφασης από πλευράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πολύ λιγότερο ζήτημα στενής τεχνοκρατικής ανάλυσης. Ειδικά τώρα που η Βρετανία – μετά το Brexit – φιλοδοξεί να μετατρέψει το Λονδίνο σε νέο φορολογικό παράδεισο.
Αλλά, πέραν της φορολόγησης των off shore δραστηριοτήτων, θέλω να σας μιλήσω και για τον τρόπο που προσεγγίζουμε τη φορολογία του εφοπλιστικού κεφαλαίου στις on shore επενδύσεις. Καταρχάς, είναι πολύ σημαντικό να επενδυθούν στην Ελλάδα τα δικά σας κεφάλαια, καθώς έχουν το πλεονέκτημα της υψηλής και ανεμπόδιστης κινητικότητας παντού στον πλανήτη.
Αλλά δεν θα κουραστώ να λέω ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να επανέλθει σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει να γεφυρώσει το τεράστιο επενδυτικό χάσμα που τη χωρίζει σήμερα από τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι επενδύσεις στη χώρα μας, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., είναι στο 10%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 20%. Αυτό σημαίνει ότι για τα επόμενα 7 – 8 χρόνια έχουμε ένα κενό 100 δις ευρώ, το οποίο πρέπει με κάποιο τρόπο να το βρούμε. Και, βεβαίως, τα παγκόσμια κεφάλαια της ναυτιλίας – υπό προϋποθέσεις – μπορούν και πρέπει να επενδυθούν και αυτά – ένα μέρος τους τουλάχιστον – σε δραστηριότητες στην πατρίδα μας.
Ως πρώτο βήμα, χρειάζεται να αποσαφηνιστεί το ζήτημα της φορολογικής κατοικίας. Εμείς στο φορολογικό νομοσχέδιο που έχουμε ήδη ετοιμάσει, αξιοποιούμε το πνεύμα και το γράμμα μιας σημαντικής τομής που επέφερε ο Ν. 4172/2013 και ο οποίος με τη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων και ιδίως με μια πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1446/2016), επιτρέπει το παγκόσμιο εισόδημα ενός επενδυτή να φορολογείται εκεί που έχει το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων.
Πρέπει να δώσουμε, επιτέλους, ένα τέρμα στην αβεβαιότητα – και ορισμένες φορές και στην αυθαιρεσία – της φορολογικής διοίκησης ή ορισμένων υπαλλήλων της. Ο επενδυτής στις μέρες μας θα πρέπει να ξέρει με ποιους όρους θα φορολογηθεί το εισόδημά του, ώστε να επενδύσει τα χρήματά του στην Ελλάδα. Από την αγορά ενός ακινήτου και τη μεταφορά τεχνογνωσίας, μέχρι το άνοιγμα ενός εργοστασίου ή την ίδρυση μιας επιχείρησης που φέρνει κεφάλαια και δημιουργεί δουλειές στον τόπο.
Επιπρόσθετα, η δική μας Κυβέρνηση θα εργαστεί σε δύο επίπεδα για την διευκόλυνση και την προσέλκυση επενδύσεων. Σε θεσμικό επίπεδο έχουμε συγκεκριμένο σχέδιο για την βελτίωση της ταχύτητας στην απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και την απλούστευση της αδειοδοτικής διαδικασίας, με σαφή καθορισμό του χωροταξικού πλαισίου. Παράλληλα, εισάγουμε στοχευμένα κίνητρα και μειώσεις φόρων για επενδύσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Το είχα εξαγγείλει και στη Δ.Ε.Θ., το Σεπτέμβριο του 2016, «επιχειρηματικοί άγγελοι» αυτοί που αποκαλούνται «angel investors», που ενισχύουν νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες, θα έχουν γενναίες εκπτώσεις φόρων που θα φτάνουν μέχρι και το 100%, σε περίπτωση επανεπένδυσης. Επιμένω πάρα πολύ σε αυτό.
Γνωρίζω πόσο σημαντικό για την ανάπτυξη του οικοσυστήματος της επιχειρηματικότητας είναι, πριν μπουν στη διαδικασία επένδυσης τα Venture Capital Funds, να υπάρχει μια κοινότητα «angel investors», που θα στηρίξουν νέες καινοτόμες επιχειρηματικές προσπάθειες, όχι με πολλά κεφάλαια, με σχετικά λίγα κεφάλαια. Και είναι πραγματικά κρίμα σήμερα που αναπτύσσεται στην Ελλάδα ένα δυναμικό οικοσύστημα νέας επιχειρηματικότητας, νέες επιχειρήσεις και νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες να στερούνται αυτά τα κεφάλαια στα πρώτα τους βήματα. Πιστεύω ότι σε αυτόν τον τομέα η εφοπλιστική κοινότητα μπορεί να παίξει έναν σημαντικό ρόλο.
Όσον αφορά τώρα στον τομέα της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας, αυτή κατατάσσεται πρώτη στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά το μεταφορικό έργο και το επίπεδο των υπηρεσιών της. Ανέτρεξα στα στοιχεία και πράγματι εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι η επιβατικότητα εκτελεί 40.000 δρομολόγια ετησίως και δεδομένης βέβαια και της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας της πατρίδας μας συνδέει 95 νησιά, τα πιο πολλά καθημερινά, με την ηπειρωτική Ελλάδα. Τα 69 από αυτά τα 95 νησιά έχουν μόνη σύνδεση τα καράβια. Δεν υπάρχει άλλο μέσο σύνδεσης.
Ταυτόχρονα, η ναυτιλία τροφοδοτεί με τα απαραίτητα είδη επιβίωσης 1. 600.000 νησιώτες μας. Και, φυσικά, αποτελεί σημαντικό φορέα στήριξης του ελληνικού τουρισμού και των κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου, μέσω της μεταφοράς εμπορευμάτων στα ελληνικά νησιά. Αυτός ο κοινωνικός και εθνικός ρόλος της ακτοπλοΐας δικαιολογεί και επιτάσσει μια οργανωμένη πολιτική κινήτρων από τη μεριά του Κράτους. Αυτή αφορά την προσαρμογή των πλοίων μας στα νέα περιβαλλοντικά δεδομένα, που θα προκύψουν μετά από το 2020, με την υιοθέτηση κανονισμών που αφορούν και την αλλαγή καυσίμου. Αφορά, επίσης, την αντιμετώπιση του κόστους κατασκευής, λειτουργίας και επισκευής των πλοίων.
Μιλώντας για πλοία, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα λιμάνια και τη σημασία τους. Απαιτείται – θα έλεγα, επείγει – ένας σημαντικός, ένας τολμηρός εκσυγχρονισμός των λιμενικών υποδομών της χώρας. Μόνο έτσι, θα αναβαθμιστούν οι ακτοπλοϊκές υπηρεσίες, αλλά όχι μόνο αυτές. Προς αυτή την κατεύθυνση – εμείς δεν το έχουμε κρύψει ποτέ – είναι απολύτως αναγκαία η σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου η επένδυση της Cosco – μια επένδυση που σας θυμίζω πόσο πολύ αμφισβητήθηκε στο παρελθόν – αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα. Είναι, επίσης, οδηγός για τον τρόπο, που το ελληνικό Κράτος πρέπει να πορευτεί στην αναβάθμιση των λιμενικών υποδομών.
Τα πλεονεκτήματα είναι πολλαπλά, καθώς πέραν των λιμανιών αναβαθμίζονται, συνολικά, και οι παράκτιες περιοχές. Το όφελος για τη συνολική οικονομική δραστηριότητα ξεπερνά τα στενά πλαίσια της διαχείρισης μόνο ενός λιμανιού. Το παράδειγμα του Πειραιά αποτελεί μάθημα και δείχνει το δρόμο. Αυτό σχετίζεται άμεσα και με το χώρο της κρουαζιέρας. Παρότι η Ελλάδα είναι ένας από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς παγκόσμια, δεν εισπράττουμε -τουλάχιστον από την κρουαζιέρα – τα οφέλη που μας αναλογούν.
Συγκεκριμένα, παρά την ψήφιση του νόμου για την άρση του καμποτάζ, δεν υπήρξε αύξηση στις δραστηριότητες homeporting, αλλά ούτε και στα έσοδα από την κρουαζιέρα, όπως αναμένονταν. Η άρση του καμποτάζ, αν και ήταν αναγκαίο μέτρο, καθυστέρησε – και μάλιστα πολύ θα έλεγα. Δεν βοήθησε στην ανάπτυξη του homeporting, διότι τα ελληνικά λιμάνια δεν πληρούσαν και σε μεγάλο βαθμό δεν πληρούν, τις προϋποθέσεις που απαιτούν οι εταιρείες – κολοσσοί της παγκόσμιας κρουαζιέρας. Κάθε επιβάτης ενός κρουαζιερόπλοιου κατά τη διαδικασία του homeporting ξοδεύει 300 ευρώ την ημέρα, έναντι μόνο 60 ευρώ την μέρα σε κάθε λιμάνι διέλευσης. Εάν μπορούσαμε να μεταφέρουμε όλους τους επισκέπτες μας στην Ελλάδα μέσα από homeporting – μόνο και μόνο αυτό – σύμφωνα με μια έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, θα προσέθετε 800.000.000 ευρώ παραπάνω. Δηλαδή, γύρω στο 0,5% του Α.Ε.Π.
Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει από μόνο του. Μπορεί να γίνει μόνο με την επιθετική σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα και την αναβάθμιση του homeporting στον Πειραιά. Έτσι, πέραν της ανάγκης αναβάθμισης των λιμανιών με συμπράξεις ιδιωτικού – δημόσιου τομέα θα πρέπει να στελεχωθούν επαρκώς και οι υπηρεσίες των λιμανιών. Ειδικά, όπου υπάρχει μεγάλη κίνηση από πλευράς κρουαζιερόπλοιων και τουριστών, ώστε να διεκπεραιώνονται όλες οι αναγκαίες διαδικασίες ελέγχου άμεσα και χωρίς καθυστέρηση. Το Κράτος μπορεί και πρέπει να μεριμνήσει για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κρουαζιέρας. Με την υιοθέτηση μιας ορθολογικής τιμολογιακής πολιτικής για τη χρήση των λιμανιών, αλλά και διευκολύνοντας τη διαφήμιση και διεθνή προβολή της χώρας ως τουριστικού προορισμού.
Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να αναφερθώ εκτενώς σε αυτά τα ζητήματα σε ομιλία μου στο ΣΕΤΕ δίνοντας έμφαση στη διευκόλυνση της χορήγησης βίζας σε επισκέπτες τουρίστες από χώρες εκτός Σένγκεν.
Φίλες και φίλοι,
Όπως είναι φυσικό, αναγκαίο συστατικό της αναβάθμισης που επιθυμούμε για την ελληνική ναυτιλία είναι ο εκσυγχρονισμός της ναυτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Είχα την ευκαιρία, κατά καιρούς, να συζητήσω το θέμα αυτό, το οποίο με απασχολεί πολύ προσωπικά, με πολλούς από εσάς. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός απαιτεί ποιοτική δημόσια όσο και ανταγωνιστική ιδιωτική ναυτική εκπαίδευση. Τα βασικά ζητήματα που αφορούν τις Ακαδημίες του Εμπορικού Ναυτικού, είναι λίγο – πολύ γνωστά σε εσάς. Απαρχαιωμένος υλικοτεχνικός εξοπλισμός, κακές κτηριακές υποδομές, έλλειψη μόνιμων καθηγητών και βέβαια, γνωστικά αντικείμενα και γνωστικά πεδία τα οποία δεν έχουν κατ’ ανάγκη σχέση με αυτά τα οποία ζητούνται σήμερα. Π.χ. εγώ δεν ήξερα ότι οι μηχανικοί αερίου – gas engineers είναι αυτοί που αναζητούνται σήμερα. Και προσλαμβάνονται σε ελληνόκτητα πλοία ξένοι αξιωματικοί, γιατί δεν διδάσκεται αυτή η ειδικότητα στις δικές μας σχολές.
Όλα αυτά θα επιτευχθούν με την ενίσχυση των δημόσιων σχολών αλλά και την αδειοδότηση ιδιωτικών, οι οποίες θα παρέχουν υψηλό επίπεδο σπουδών και θα βρίσκονται σε ευγενή άμιλλα με τις δημόσιες σχολές. Και εκεί ο ρόλος της εφοπλιστικής κοινότητας πρέπει να είναι καθοριστικός. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που χρειάζεται άμεσα η χώρα μας είναι μία στρατηγική συντονισμένων ενεργειών για να αναβιώσουμε τη ναυτοσύνη στην Ελλάδα.
Η ναυτιλία μπορεί να προσφέρει διέξοδο σε μεγάλο αριθμό ανέργων συμπολιτών μας, αρκεί να υπάρξει η πολιτική πρωτοβουλία να ενθαρρυνθεί η απασχόληση Ελλήνων στα ελληνόκτητα πλοία. Θέλω λοιπόν, να προτρέψω τους νέους μας που αντιμετωπίζουν την σκληρή όψη της ανεργίας να σκεφτούν το ναυτικό επάγγελμα. Ένα επάγγελμα με προοπτικές για ανέλιξη και πολύ καλές οικονομικές απολαβές σε σχέση με τα κρατούντα στη στεριά. Σήμερα, κάποιος μπορεί να φθάσει στο βαθμό του καπετάνιου πριν τα 35 του χρόνια και να απολαμβάνει πενταψήφιους μηνιαίους μισθούς.
Ταυτόχρονα, οι παράγοντες που κάποτε καθιστούσαν το επάγγελμα του ναυτικού μη ελκυστικό, σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν αμβλυνθεί. Σε αυτό βοηθά η σημαντική αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στα πλοία, αλλά και η τεχνολογία που καθιστά την επικοινωνία των ναυτικών με τους οικείους τους στη στεριά εύκολη και καθημερινή.
Σε ύφεση βρίσκεται και η ελληνική ναυπηγική δραστηριότητα. Αυτό αποτελεί οξύμωρο δεδομένου του μεγέθους του ελληνόκτητου στόλου. Είναι, ωστόσο, αλήθεια ότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός από τις χώρες χαμηλού κόστους εργασίας της Ν.Α. Ασίας, αλλά και της Μαύρης Θάλασσας.
Πρέπει να δούμε κατά πρόσωπο τις δικές μας παθογένειες και να τις αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα. Αναφέρομαι και στον αρνητικό και μυωπικό ρόλο που διαχρονικά έχουν διαδραματίσει και τα συνδικάτα του χώρου. Διαθέτουμε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, με υψηλές δυνατότητες. Διαθέτουμε και την απαραίτητη υποδομή, ώστε σε συνδυασμό με την εισροή σημαντικών νέων κεφαλαίων, η ναυπηγο – επισκευαστική δραστηριότητα να αποκτήσει και πάλι ζωή στη χώρα μας. Αλλά όλοι – και πιστεύω σε αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι – έχουν αντιληφθεί ότι σε αυτόν τον κλάδο πολλά πράγματα πρέπει να γίνουν διαφορετικά.
Κυρίες και κύριοι, Θέλω να κλείσω την ομιλία μου, λέγοντάς σας τα εξής:
Πολλοί πιστεύουν πως η χώρα μας δεν θα μπορέσει να γυρίσει σελίδα. Πώς δεν θα μπορέσουμε να βγούμε από την παρατεταμένη κρίση που όλοι βιώνουμε και η οποία τείνει να πάρει χαρακτηριστικά παρακμής. Εγώ, προσωπικά, δεν είμαι ένας από αυτούς. Πιστεύω βαθιά στις δυνατότητες αυτού του τόπου. Πιστεύω, κυρίως, στους ανθρώπους του. Και εσείς, οι άνθρωποι της ναυτιλίας αποδείξατε σθεναρά κατά τα χρόνια της κρίσης τι σημαίνει να στηρίζεις έμπρακτα την Ελλάδα. Το κάνατε μέσα από τη δυναμική οικονομική δραστηριότητα του κλάδου σας. Αλλά το κάνατε και μέσα από πράξεις κοινωνικής αλληλεγγύης πολλών μελών σας είτε ως άτομα είτε ως οικογένειες.
Και να τελειώσω από εκεί που είχα ξεκινήσει. Πριν από εννιά χρόνια, είχα την ευκαιρία να σας μιλήσω από αυτό εδώ το βήμα γι’ αυτό το ζήτημα. Να τονίσω την υψηλή εταιρική κοινωνική ευθύνη που διαχρονικά χαρακτήριζε τον κλάδο σας και να σας ενθαρρύνω – όπως και τότε – να κάνετε περισσότερα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που από τότε έχουν γίνει πολλά πράγματα. Και θέλω, ιδιαίτερα, να επαινέσω την πρωτοβουλία ίδρυσης της Εταιρείας Κοινωνικής Προσφοράς Ελληνικού Εφοπλισμού με το διακριτικό τίτλο «Συν – Ένωσις». Μια πρωτοβουλία, η οποία συνεχίζει να υλοποιεί σε συλλογικό επίπεδο – και αυτό είναι πολύ σημαντικό – με οργανωμένο τρόπο, να προσφέρει, να κάνει τη διαφορά στην κοινωνική προσφορά του κλάδου, ανταποκρινόμενη στις πάρα πολλές ανάγκες της κοινωνίας.
Έχουμε μια κοινωνία, η οποία πονάει και υποφέρει. Και γι’ αυτό και θέλω να σας παροτρύνω να συνεχίσετε οργανωμένα και ακόμη πιο δυναμικά αυτήν τη δράση σας. Διότι δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μπορείτε να προσφέρετε περισσότερο, αλλά ταυτόχρονα, θέλω να σας ενθαρρύνω για κάτι ακόμα. Να μη διστάζετε να προβάλλετε το έργο σας στην ελληνική κοινωνία. Γιατί έχει πλέον ωριμάσει η ελληνική κοινωνία και είναι έτοιμη να αντιληφθεί την αλήθεια. Να αντιληφθεί τη σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για το κοινωνικό σύνολο. Και να κατανοήσει τη σημασία της διάχυσης σε όλη την κοινωνία των καρπών της επιτυχημένης επιχειρηματικότητας. Αυτό, το οποίο χρειαζόμαστε ως λαός, είναι εκείνη την ηγεσία, η οποία θα επιτρέψει στον τόπο να απελευθερώσει τις τεράστιες δυνατότητές του. Την πολιτική ηγεσία, την πνευματική ηγεσία, την επιχειρηματική ηγεσία. Κανείς δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε συνολικά την ομάδα που θα επιτρέψει στη χώρα να πάει μπροστά.
Ως προς τα δικά μας δεδομένα, σας διαβεβαιώνω ότι η ομάδα αυτή υπάρχει, εμπλουτίζεται διαρκώς και ετοιμάζεται για τις μεγάλες ευθύνες της επόμενης μέρας. Έχω πει πολλές φορές ότι οι καλές Κυβερνήσεις χτίζονται στην αντιπολίτευση. Και ο σκοπός μας δεν είναι μόνο να κερδίσουμε τις εκλογές, αλλά να είμαστε εμείς αυτοί που θα βγάλουμε τη χώρα από την κρίση. Η επεξεργασία του κυβερνητικού μας σχεδίου εξελίσσεται σε μεγάλο βάθος, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε πως δεν θα έχουμε την πολυτέλεια χρόνου προσαρμογής και περιόδου χάριτος. Οι πολίτες περιμένουν πολλά από μας.
Γι’ αυτό ρίχνουμε μεγάλο βάρος στο ξεδίπλωμα του δικού μας προγράμματος και στη συστηματική διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Στην δική μας πρόταση δεν υπάρχουν ούτε απάτες ούτε αυταπάτες. Δεν υπάρχουν υπερβολές. Υπάρχει η αλήθεια, η κοινή λογική, αλλά και ο απαξιωμένος από πολλούς, αλλά απολύτως απαραίτητος τεκμηριωμένος τεχνοκρατικός λόγος. Οι Έλληνες μπορούν και θέλουν. Ζητούν την αλήθεια. Θέλουν στόχους πραγματικούς και επιτεύξιμους. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα διαψεύσουμε τις προσδοκίες τους. Δουλεύουμε σκληρά και αποφασιστικά για να πετύχουμε αυτά που αξίζει η πατρίδα μας. Σε στεριά και σε θάλασσα.