Μια θητεία στον Πειραιά
ΤΟΥ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ
Είναι ένας ψηλός αδύνατος μελαχρινός νεαρός γύρω στα είκοσι και κάτι, ξαγρυπνισμένος και χλωμός. Αφού λαγοκοιμήθηκε στη διαδρομή από Βικτώρια στον Πειραιά, κουρνιασμένος στην καλύτερη περίπτωση σε κάποιο κάθισμα και στη χειρότερη όρθιος και σαρδελοποιημένος, ξεμπουκάρει τώρα στην Πειραιώτικη έξοδο του Ηλεκτρικού.
Μισοκλείνει τα μάτια ενοχλημένος από τον ήλιο και ακολουθεί ποδαράτα την τακτική πρωινή διαδρομή παραλιακά. Περνάει μπροστά από τα πολύβουα καφενεία, τα εμπορικά με τους καταστηματάρχες με ανασηκωμένα τα μανίκια, τα πρακτορεία της Ακτής Μιαούλη με τοιχοκολλημένα τα δρομολόγια των πλοίων. Κάπου στη μέση της διαδρομής ρίχνει καλού κακού μια ματιά στο μεγάλο Ρολόι που δεσπόζει περήφανα απέναντι στην ακτή, να δει αν έχει αργήσει. Κάποτε φτάνει στην πλατεία με φόντο την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, κι από εκεί, ένα βήμα, στην οδό Φίλωνος που είναι ο προορισμός του.
Ενας δρόμος που τις νύχτες τυλίγεται στις αναθυμιάσεις από τα μπαρ και τους οίκους ανοχής, γνωστότερος και ως Τρούμπα. Κάτι που του εξάπτει τη φαντασία, μα που προς το παρόν βρίσκεται προσγειωμένος εκεί, μέλος μιας κυψέλης εργαζομένων που κατευθύνονται στις δουλειές τους. Κατευθύνεται κι εκείνος στο Μέγαρο που στεγάζει τη μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία Hellenic Lines Limited του εφοπλιστή Περικλή Καλλιμανόπουλου. Οταν φτάνει εκεί η ώρα είναι συνήθως περασμένη κι ο Προσωπάρχης, ο κύριος Παπαδόπουλος, συγγενής του εφοπλιστή, του ρίχνει κακοφορμισμένες ματιές ή ανάλογα τον επιτιμεί με ξινό ύφος. Σε αυτήν την εταιρεία τον έχει συστήσει ο πατέρας του που είναι φίλος του πλοιοκτήτη, με τον οποίο τις Κυριακές συνήθιζαν να πεζοπορούν στην Πάρνηθα και στην Πεντέλη. Είναι σκληρό καρύδι τούτος ο εφοπλιστής. Ο στόλος του είναι φτιαγμένος, όπως σε πολλούς εκείνη την εποχή, από μετασκευασμένα λίμπερτις, τα πλοία που ξέμειναν από τον πόλεμο και απετέλεσαν πηγή χρυσού, αλλά και από μοντέρνα τάνκερς. Ακούουν τα περισσότερα σε ονόματα που έχουν για πρώτο συνθετικό τη λέξη Hellenic. Hellenic Sky, Hellenic Glory και έπεται συνέχεια. Σκληρός λοιπόν ο πλοιοκτήτης αυτός, σε σημείο που την εποχή που ο νεαρός προσλαμβάνεται στην Εταιρία, τέλος της δεκαετίας του ’50, έχει ήδη απολύσει τον διευθυντή της, τον κύριο Σισμάνογλου, άντρα της αδελφής του. Με το γιο του, τον χαριτωμένο Γρηγόρη, βρίσκονται σε διάσταση κι ετοιμάζονται κι άλλες αποχωρήσεις και απολύσεις. Στα γραφεία αυτά ο νεαρός ξενύχτης δουλεύει στο τμήμα των CLAIMS, που έχει ως αντικείμενο τις απαιτήσεις των πληρωμάτων, τους ναυτικούς που αρρώστησαν είτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είτε και εκτός δουλειάς. Εχει στο πλάι του την αρχαιότερή του και κατά πολύ ικανότερη υπάλληλο, μια γλυκειά φεγγαροπρόσωπη κυρία που τον καθοδηγεί, την κυρία Μπόζενμπεργκ, τη Γεωργία. Ισως, σκέφτεται εν των υστέρων, η καλή αυτή κυρία να είναι μητέρα της σημερινής συνονόματης δραστήριας δικηγόρου.
Μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να το εξακριβώσει. Στο ταμείο, εκεί όπου ο χλωμός υπάλληλος εισπράττει κάθε μήνα τον μισθό του, κάθεται ο μειλίχιος Νίκος Βαλσαμάκης, αδελφός του γνωστού Πειραιώτη δικηγόρου. Θα έλεγε κανείς ότι όλη η εταιρία απαρτίζεται από ανθρώπους που διαθέτουν μέσο. Μ’ αυτόν τον ευπατρίδη, χρόνια αργότερα, όταν θα έχουν πάψει να είναι και οι δύο υπάλληλοι, θα κάνουν εκτός γραφείου παρέα. Ενας άνθρωπος καλλιεργημένος, ιδιαιτέρων προτιμήσεων. Σε άλλο τμήμα υπηρετεί και ο δραστήριος νέος Αλέκος Αναγνωστόπουλος, επιφορτισμένος να πηγαίνει στα ντόκια για τον έλεγχο και την παραλαβή εμπορευμάτων. Γιος του παλιού αλληλογράφου της εταιρίας, που ο νεαρός της ιστορίας μας τον πρόλαβε πριν ο πρεσβύτης πάρει τη σύνταξή του. Σε αυτόν χρωστάει τα πρώτα φώτα για την αλληλογραφία με τους μεσίτες του Σίτι. Dear Sirs και Yours faithfully, όλοι οι αγγλοσαξωνικοί τύποι και τζιριτζάντζουλες. Ενας κύριος παλιών αρχών, άψογα κοστουμαρισμένος, που στα διαλείμματα της δουλειάς μουρμουρίζει άριες του Βέρντι.
Δύο με τρεις φορές την εβδομάδα τα γραφεία είναι ανοιχτά και το απόγευμα, οπότε ο νεαρός μας πραγματοποιεί και δεύτερη κάθοδο στο επίνειο αφού πρώτα επιστρέψει στη Βικτώρια στο πατρικό του για να φάει για μεσημέρι και να λαγοκοιμηθεί για κάνα μισάωρο. Αυτή τότε ήταν η συνήθης πρακτική για τις περισσότερες δουλειές. Και «οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν / σαν στήλες δυο-δυο μες στα γραφεία», όπως λέει κι ο ποιητής. Ο νεαρός, ας τον πούμε επιτέλους με το όνομα της αστυνομικής του ταυτότητας, ο Αριστομένης, έχει κλίση στα γράμματα κι έχει κάνει τα προηγούμενα χρόνια παρέα με μεγαλύτερούς του σε ηλικία μουσικούς, ποιητές και ζωγράφους. Ενα σχολείο καλύτερο κι από πανεπιστήμιο, που το κρυφό του ορυχείο θα εκμεταλλευθεί τα επόμενα χρόνια. Προς το παρόν είναι τρομερά καταπιεσμένος. Εχει πάψει να γράφει κι έχει σταματήσει να κάνει παρέα με ανθρώπους της τέχνης. Γι’ αυτό κι όταν ένα συννεφιασμένο πρωινό βλέπει ξαφνικά τον πασίγνωστο Πειραιώτη ζωγράφο, αυτόν που δημιούργησε ανάμεσα σε άλλα εμβληματικά έργα και την «Ξεχασμένη Φρουρά», τίτλος που θα χρησιμεύσει στον νεαρό πολύ αργότερα και μάλιστα σ’ ένα φετινό του βιβλίο. Τον βλέπει, λοιπόν, να έρχεται στα γραφεία για να διεκπεραιώσει κάποια φορτωτική με πίνακές του, τρομοκρατείται. Κρύβεται πίσω από ένα βουνό ντοσιέ, σκύβει όσο μπορεί και εύχεται να μην τον πάρει το διαπεραστικό μάτι του καλλιτέχνη. Διότι τι θα έλεγε αυτός για την κατάντια του νεαρού να ξεπέσει υπάλληλος. Αυτός ένα νέο παιδί που πριν από καναδυό χρόνια είχε το προνόμιο, κυκλοφέρνοντας δυο και τρεις φορές την πλατεία Συντάγματος, να τον ακούει να μιλά εκτός από ζωγραφική και για ένα θεατρικό που έγραφε και που τιτλοφορούσε «Η Εποχή του Νέου Μινιόν». Εργο που τελικά δεν γράφτηκε ή δεν διασώθηκε, σε αντίθεση με άλλα πολλά κείμενα λόγου και τέχνης, που ευτυχώς υπάρχουν σε βιβλία και σήμερα διαβάζονται σαν Ευαγγέλιο.
Ετσι λοιπόν με τον Αριστομένη. Στη θέα του ζωγράφου, που εκείνη τη στιγμή είναι το μάτι του Θεού, εύχεται ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Ευτυχώς γλίτωσε. Ο ζωγράφος εκτός από οξυδερκής είναι και αφηρημένος. Διαφορετικά, «τι ντροπή, μάνα μου, τι ντροπή», όπως λέει και το τραγούδι του κοινού φίλου τους μουσουργού. Στη σκιά του οποίου ζούσε μέχρι πρότινος ο νεαρός. Απαξ και ο μουσουργός τού συνέστησε να βρει το δικό του δρόμο μόνος χωρίς πατερίτσες, ο νεαρός βυθίζεται σε απελπισία. Ούτε γράφει ούτε ακούει μουσική, το μόνο που κάνει είναι να δηλώνει κάθε πρωί την παρουσία του, έστω καθυστερημένος, στα γραφεία του κυρίου Καλλιμανόπουλου. Περνάει την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής του, άλλο αν αυτή μακροπρόθεσμα θα τον πλουτίσει σε βιώματα. Ετσι συνήθως συμβαίνει με τη ζωή και την τέχνη. Η μία χάνεται κι η άλλη καρποφορεί.
Τρία χρόνια διαρκεί η θητεία του νεαρού Αριστομένη στον Πειραιά. Ενα πρωί θα βρει το έγγραφο της απόλυσής του καρφιτσωμένο πάνω στο γραφείο του. Αιτιολογία, οι καθυστερήσεις στην πρωινή προσέλευση. Κατά βάθος αποτελεί δικαιολογία, διότι η διεύθυνση πιστεύει, και σωστά πιστεύει, ότι ο νεαρός δεν έχει άλλο μέλλον εκεί. Καλύτερα ν’ αναζητήσει την τύχη του άλλου. Τι όνειδος όμως -άλλη ντροπή κι αυτή- για τον πατέρα του. Πώς να τον αντιμετωπίσει; Κατά βάθος νιώθει ανακουφισμένος. Δεν κάθεται πια «στις καρέκλες μουντζουρώνοντας αθώα λευκά χαρτιά» για να θυμηθούμε πάλι τον ποιητή, αυτόν που περιγράφοντας τη ρουτίνα, ο ίδιος ξέφυγε από τη ρουτίνα της μετριότητας. Ετσι και ο νεαρός Αριστομένης, είναι πια ελεύθερος να γράψει. Γράφει για τη δική του καταπίεση, μεταφέροντάς τη στους ώμους νεαρών ηρώων. Τους δίνει μια λάμψη σκοτεινή κι επιτέλους μπορεί τώρα να βρει το δικό του ύφος.
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τους καταναγκασμούς, η Πειραιώτικη θητεία μένει σήμερα στη μνήμη του νεαρού υπαλλήλου με ανεξίτηλα χρώματα. Θυμάται τη ζωή που έσφυζε στο λιμάνι και τη δόξα της εμπορικής μας ναυτιλίας. Το ζωηρό αλισβερίσι των ανθρώπων που ζουν από τη θάλασσα και για τη θάλασσα. Τον τρόπο που σφύριζαν τα καράβια, από τα πιο μικρά για τον Αργοσαρωνικό μέχρι τα πιο μεγάλα για το Αιγαίο και την Κρήτη, πολύ πριν μπουν σε λειτουργία τα ιπτάμενα δελφίνια και τα μεγάλης χωρητικότητας οχηματαγωγά. Θυμάται ακόμα το Ρολόι, με ρο κεφαλαίο, το ωραίο ρολόι καμάρι του Πειραιά, που άδοξα κατεδαφίστηκε για να υψώσουν στη θέση του ένα ακόμα μεγαλόσχημο κτίριο. Εκεί, στο επίνειο όπως το λένε οι Αθηναίοι, πρωτογνώρισε τον κόσμο των θαλασσινών, αυτός που αργότερα θα γίνει ένας παθιασμένος αναγνώστης του Τζότζεφ Κόνραντ και του Χέρμαν Μέλβιλ. Αλλά και του Καββαδία, του Βασίλη Λούλη, καθώς και του Καραγάτση, για να μην ξεχνάμε τις σελίδες που εκείνος αφιέρωσε στον Πειραιά. Εκεί έμαθε να διαβάζει και να κατανοεί όλες αυτές τις μυστήριες λέξεις: ναυλοσύμφωνα, σταλίες, υπερημερίες, ναυταπάτες και νηολόγια. Εκεί επίσης έμαθε ν’ αλληλογραφεί με τους μεσίτες του Λονδίνου. Μια πόλη που είχε την τύχη να γνωρίσει στα δεκαεφτά του στο σπίτι του θείου του Θάνου, αδελφού του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος καπετάνιος. Γι’ αυτό και στο δεύτερο κιόλας βιβλίο του γράφει μια ιστορία αφιερωμένη σ’ αυτόν τον θείο και την αληθινή περιπέτεια μ’ ένα καράβι γεμάτο Αρμένηδες πρόσφυγες, όπως την έζησε ο ίδιος στις θάλασσες της Κύπρου, της Μικρασίας και στον Πειραιά, και όπως την αφηγήθηκε στον ανηψιό του.
Μα πού να το φανταστεί τότε, ο ανηψιός και πρώην υπάλληλος ότι ύστερα από πολλά, πάμπολα χρόνια, θα βρισκόταν προσκαλεσμένος στα παλιά λημέρια να μιλήσει. Μαζί με το χάι λάιφ των φίλων και ομοτέχνων του στο παλιό «Χάι Λάιφ», περιώνυμο σινεμά στον πεζόδρομο της οδού Καραΐσκου. Ενα στέκι μετασκευασμένο από τον κύριο Χουρδάκη σε λαμπρό πολιτιστικό κέντρο κάτω από τις ποιητικές οδηγίες του Γιώργου Χρονά. Μαζί με τη μοίρα που τον οδήγησε ξανά εδώ, ευχαριστεί τους φίλους που ήρθαν να τον ακούσουν, ιδίως τους Πειραιώτες, αυτόν που επί τρία χρόνια υπήρξε, έστω θετά, Πειραιωτάκι κι αυτός. *
***Ετσι μίλησε ο Μένης Κουμανταρέας, στο PassPort του Πειραιά, στις 9 Μαρτίου 2011.